- τσεκ
- (I)άκλ. και τσέκι το, Ντραπεζική επιταγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. check].————————(II)το, Ν1. μετρολ. μονάδα μήκους τού Χονγκ-Κονγκ ισοδύναμη με 37,15 εκατοστόμετρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσεκ — τσεκ, το και τσέκι, το (λ. αγγλ.), επιταγή τράπεζας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσεκ-άπ — το, Ν άκλ. (ξεν.) γενική ιατρική εξέταση που περιλαμβάνει μια σειρά κλινικών και εργαστηριακών ερευνών οι οποίες εκτελούνται συστηματικά ή συμπτωματικά για την εκτίμηση τής κατάστασης τής υγείας ενός ατόμου που, κατά τα φαινόμενα, δεν έχει καμιά… … Dictionary of Greek
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
επιταγή — η 1. διαταγή, προσταγή, παραγγελία, πρόσταγμα: Η υπεράσπιση της πατρίδας είναι επιταγή καθήκοντος. 2. έγγραφη παραγγελία σε κάποιον να πληρώσει χρηματικό ποσό σε τρίτο πρόσωπο: Ταχυδρομική επιταγή. 3. έγγραφο με το οποίο ο «εκδότης» παραγγέλλει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσέκι — το βλ. τσεκ, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)